χρωματικοί

χρωματικοί
χρωματικός
of
masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • διχρωμία — Στην τυπογραφική ορολογία δ. είναι η εκτύπωση με τη χρήση δύο χρωμάτων. Η μέθοδος αυτή εκτύπωσης εικόνων δίνει ένα σχετικό αποτέλεσμα, με την παράλειψη ορισμένων πεδίων του φάσματος, που πλησιάζει την πολυχρωμία. Χρησιμοποιείται όταν επιδιώκεται… …   Dictionary of Greek

  • κρητιδογραφία — Νεότερο είδος ζωγραφικής, κατά το οποίο ο καλλιτέχνης εργάζεται με πολύχρωμα μολύβια, παρόμοια με κιμωλίες (κρητίδες) πάνω σε χοντρό πορώδες χαρτί. Οι χρωματικοί τόνοι των κρητίδων χαρακτηρίζονται για την ασύγκριτη ζωηρότητα και την απαλότητά… …   Dictionary of Greek

  • Βασαλέτο — (Vassalletto). Επώνυμο ρωμαϊκής οικογένειας μαρμαροτεχνιτών και οικοδόμων. Έγινε γνωστή το δεύτερο μισό του 12ου αι. και η δραστηριότητά της ήταν σε ακμή έως το τέλος του 13ου. Οι Β. συνέβαλαν στην άνθηση της ψηφοθετικής και υπήρξαν, μαζί με τους …   Dictionary of Greek

  • Γκαμπριέλι, Αντρέα — (Andrea Gabrieli, Βενετία, 1510; – 1586). Ιταλός συνθέτης και οργανίστας. Αγωνίστηκε σε όλη του τη ζωή για να διοριστεί πρώτος οργανίστας στη βασιλική του Αγίου Μάρκου της Βενετίας (όπου ήταν κάντορας), γεγονός που πραγματοποιήθηκε μόνο στα… …   Dictionary of Greek

  • κεραμική — Τέχνη παραγωγής χρηστικών και διακοσμητικών αντικειμένων από άργιλο και άλλες ουσίες. Τα αντικείμενα διαμορφώνονται από την εύπλαστη μάζα υγρού πηλού και υποβάλλονται σε αποξήρανση και ψήσιμο για να σκληρύνουν και να σταθεροποιηθούν. Η ποικιλία… …   Dictionary of Greek

  • Όπο, Τσιπριάνο Εφίστο — (Oppo, 1891 – 1962). Ιταλός ζωγράφος, σκηνογράφος και κριτικός της τέχνης. Τα πρώτα του έργα (1910) διακρίνονται για την αυστηρότητα των χρωματισμών τους, αργότερα όμως οι χρωματικοί του τόνοι έγιναν διαυγέστεροι. Οι καλλιτεχνικές του προτιμήσεις …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”